Ἄρνηση
Στὸ περιγιάλι τὸ κρυφὸ
κι ἄσπρο σὰν περιστέρι
διψάσαμε τὸ μεσημέρι
μὰ τὸ νερὸ γλυφό.
κι ἄσπρο σὰν περιστέρι
διψάσαμε τὸ μεσημέρι
μὰ τὸ νερὸ γλυφό.
Πάνω στὴν ἄμμο τὴν ξανθὴ
γράψαμε τ᾿ ὄνομά της
ὡραῖα ποὺ φύσηξεν ὁ μπάτης
καὶ σβήστηκε ἡ γραφή.
γράψαμε τ᾿ ὄνομά της
ὡραῖα ποὺ φύσηξεν ὁ μπάτης
καὶ σβήστηκε ἡ γραφή.
Μὲ τί
καρδιά, μὲ τί πνοή,
τί πόθους καὶ τί πάθος
πήραμε τὴ ζωή μας· λάθος!
κι ἀλλάξαμε ζωή.
τί πόθους καὶ τί πάθος
πήραμε τὴ ζωή μας· λάθος!
κι ἀλλάξαμε ζωή.
Ἐπιτύμβιο
στὴ Γάτα μου τὴν Τούτη
Εἶχε τὸ χρῶμα τοῦ ἔβενου τὰ μάτια τῆς Σαλώμης
ἡ Τούτη ἡ γάτα ποὺ ἔχασα· διαβάτη, μὴ σταθεῖς.
Βγῆκε ἀπ᾿ τὸ χάσμα ποὺ ἔκοβε στῆς μέρας τὸ σεντόνι
τώρα νὰ σκίσει δὲν μπορεῖ τοῦ ζόφου τὸ πανί.
ἡ Τούτη ἡ γάτα ποὺ ἔχασα· διαβάτη, μὴ σταθεῖς.
Βγῆκε ἀπ᾿ τὸ χάσμα ποὺ ἔκοβε στῆς μέρας τὸ σεντόνι
τώρα νὰ σκίσει δὲν μπορεῖ τοῦ ζόφου τὸ πανί.
[Προμετωπίδα σὲ μιὰ ἀντιγραφὴ τῶν «Ὠδῶν»]
«Θλίβει ὁ καπνὸς τὸ διάστημα
γαλάζιον τῶν ἀέρων»- διαβάζωΚάλβο, ποὺ τύπωσε στὰ ῾26 καὶ τὸν γνωρίσαμε στὰ ῾88·
καὶ ποὺ ἔμεινε ἀξομολόγητος στὰ γεροντάματα, σὰν ἕνα «ραγισμένο βάζο»,
στὰ χέρια μιᾶς γριᾶς Ἐγγλέζας δασκάλας, σύμβολο ἀκατάλυτο καὶ φριχτὸ
γιὰ ὅσους ἐπιμένουν νὰ γράφουν στίχους ἢ πρόζα ποὺ κανεὶς δὲν καταλαβαίνει,
καὶ γυρεύουν νὰ δοξαστοῦν, οἱ τυχάρπαστοι, ἀπὸ τοὺς λογάδες καὶ τοὺς σοφούς,
ἐνῶ θὰ νά ῾ταν χίλιες φορὲς προτιμότερο, καὶ ἡ τέχνη πολὺ πιὸ εὐτυχισμένη,
ἂν πήγαιναν στὴν Ἐκάλη νὰ μαζεύουν κούμαρα, ἢ στὴ Γλυφάδα νὰ ψαρεύουν ροφούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου