Από τον
"ΕΠΙΤΑΦΙΟ"
Γιε μου,
ποια Μοίρα στο γραφε και ποια μου τόχε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά στα στήθεια μου ν' ανάψει;
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά στα στήθεια μου ν' ανάψει;
Πουρνό -
πουρνό μου ξύπνησες, μου πλύθηκες, μου ελούστης
πριχού σημάνει την αυγή μακριά ο καμπανοκρούστης.
πριχού σημάνει την αυγή μακριά ο καμπανοκρούστης.
Κοίταες
μην έφεξε συχνά - πυκνά απ' το παραθύρι
και βιαζόσουν σα νάτανε να πας σε πανηγύρι.
και βιαζόσουν σα νάτανε να πας σε πανηγύρι.
Είχες τα
μάτια σκοτεινά, σφιγμένο το σαγόνι
κι είσουν στην τόλμη σου γλυκός, ταύρος μαζί κι αηδόνι.
κι είσουν στην τόλμη σου γλυκός, ταύρος μαζί κι αηδόνι.
Και γω η
φτωχειά κ' η ανέμελη και γω η τρελλή κ' η σκύλα,
σούψηνα το φασκόμηλο κι αχνή η ματιά μου εφίλα
σούψηνα το φασκόμηλο κι αχνή η ματιά μου εφίλα
Μια - μια
τις χάρες σου, καλέ, και το λαμπρό σου θωρί
κι αγαλλόμουν και γέλαγα σαν τρυφερούλα κόρη.
κι αγαλλόμουν και γέλαγα σαν τρυφερούλα κόρη.
Κι ουδέ
κακόβαλα στιγμή κι ουδ' έτρεξα ξοπίσω
τα στήθεια μου να βάλω μπρος τα βόλια να κρατήσω.
τα στήθεια μου να βάλω μπρος τα βόλια να κρατήσω.
Κι έφτασ'
αργά κι, ω, που ποτές μην έφτανε τέτοια ώρα
κι, ω, κάλλιο να γκρεμίζονταν στο καύκαλό μου η χώρα.
κι, ω, κάλλιο να γκρεμίζονταν στο καύκαλό μου η χώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου